καματερός

From LSJ
Revision as of 13:06, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ καματερός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, καματάρικος, ο κατάλληλος για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά»)
2. το θηλ. ως ουσ. η καματερή
εργάσιμη μέρα, καθημερινή
3. το ουδ. ως ουσ. το καματερό
α) βόδι κατάλληλο για όργωμα
β) οι μεταξοσκώληκες
γ) το πεύκο
νεοελλ.
φιλόπονος, προκομμένος, εργατικός
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τo καματερόν
γη καλλιεργήσιμη με άροτρο, χωράφι
2. (για φορτηγά πλοία) κατάλληλος για φόρτωμα («καράβια καματερά», Κ. Πορφυρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καματηρός, με τροπή του -η- σε -ε- λόγω της φωνητικής επιδράσεως του -ρ- (πρβλ. σίδηρος > σίδερο)].