κατακρανία

From LSJ
Revision as of 13:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρᾱνία Medium diacritics: κατακρανία Low diacritics: κατακρανία Capitals: ΚΑΤΑΚΡΑΝΙΑ
Transliteration A: katakranía Transliteration B: katakrania Transliteration C: katakrania Beta Code: katakrani/a

English (LSJ)

ἡ, A an affection of the head, Hippiatr.103.

German (Pape)

[Seite 1356] ἡ, Kopfkrankheit bei den Pferden, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρᾱνία: ἡ, πάθημα, νόσος τῆς κεφαλῆς τῶν ἵππων, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

η (Μ κατακρανία)
εγκεφαλική πάθηση τών ζώων, ιδίως τών ιπποειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κρανία (< κρανίον), πρβλ. ετερο-κρανία, ημι-κρανία.