κεφαλάρι
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
Greek Monolingual
το
1. το μέρος του κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το κεφάλι
2. το μακρόστενο προσκέφαλο που τοποθετείται κάτω από το κύριο προσκέφαλο του κρεβατιού, η μαξιλάρα
3. κιονόκρανο
4. επιστύλιο
5. ακρογωνιαίος λίθος οικοδομής, αγκωνάρα
6. γεωλ. καροτική πηγή με μεγάλη ανάβλυση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. -άρι (πρβλ. θυμ-άρι, σιτ-άρι)].