κεφαλάρι

From LSJ
Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source

Greek Monolingual

το
1. το μέρος του κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το κεφάλι
2. το μακρόστενο προσκέφαλο που τοποθετείται κάτω από το κύριο προσκέφαλο του κρεβατιού, η μαξιλάρα
3. κιονόκρανο
4. επιστύλιο
5. ακρογωνιαίος λίθος οικοδομής, αγκωνάρα
6. γεωλ. καροτική πηγή με μεγάλη ανάβλυση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. -άρι (πρβλ. θυμ-άρι, σιτ-άρι)].