κνιδόκοκκος
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
ὁ, = κόκκος Κνίδιος, Alex.Trall. 8.2.
German (Pape)
[Seite 1461] ὁ, dasselbe, Alex. Trall.
Greek Monolingual
κνιδόκοκκος, ὁ (Α)
ο καρπός του φυτού θυμέλαια, αλλ. κνίδιος κόκκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κνίδος + < κόκκος (πρβλ. σταφυλό-κοκκος, στρεπτόκοκκος)].