κυάναιγις
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
[ᾰν], ιδος, ἡ, A she of the dark Aegis, i.e. Pallas, Pi.O.13.70.
English (Slater)
κῠᾰναιγις (cf. μελάναιγις.)
1 with dark aegis epithet of Athene. κυάναιγις παρθένος (O. 13.70)
Greek Monolingual
κυάναιγις, -ίδος, ἡ (Α)
(επίθ. της Παλλάδος) αυτή που φέρει φοβερή ασπίδα, κυανόχρωμη αιγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + αἰγίς (πρβλ. μελάν-αιγις, πολέμ-αιγις)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυάναιγις -ιδος, ἡ [κύανος, αἰγίς] zij met de donkere aegis (van Athene).