κυματοπλήξ

From LSJ
Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτοπλήξ Medium diacritics: κυματοπλήξ Low diacritics: κυματοπλήξ Capitals: ΚΥΜΑΤΟΠΛΗΞ
Transliteration A: kymatoplḗx Transliteration B: kymatoplēx Transliteration C: kymatopliks Beta Code: kumatoplh/c

English (LSJ)

ῆγος, ὁ, ἡ, A wavebeaten, ἀκτά S.OC1241 (lyr.); σκόπελος AP10.7 (Arch.); tossed by the waves, of fish, Hp.Vict.2.48, Archestr.Fr.11, Mnesith. ap. Ath.8.358b.

German (Pape)

[Seite 1530] ῆγος, von Wellen geschlagen, ἀκτὰ κυμ. κλονεῖται Soph. O. C. 1243; σκόπελος Archi. 16 (X, 7); Archestr. bei Ath. VII, 300 e, vgl. VIII, 358 b, ἰχθ ῦς, wo früher κυματοπληγεῖς stand.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτοπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, πληττόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων, ἀκτὴ Σοφ. Ο. Κ. 1241· σκόπελος Ἀνθ. Π. 10. 7· ἰχθύες πλανῆται καὶ κυματοπλῆγες Ἱππ. 357. 48, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 300Ε, Μνησίθ. αὐτόθι 358Β.

French (Bailly abrégé)

ῆγος (ὁ, ἡ)
battu des flots.
Étymologie: κῦμα, πλήττω.

Greek Monolingual

κυματοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που πλήττεται από τα κύματα, αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτὰ κυματοπλήξ χειμερία κλονεῑται», Σοφ.)
2. αυτός που αναρρίπτεται, που ανατινάσσεται από τα κύματα («κυματοπλῆγες Iχθύες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ηλιο-πλήξ, κωμο-πλήξ].

Greek Monotonic

κῡμᾰτοπλήξ: -ῆγος, ὁ, (πλήσσω), κυματόδαρτος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κῡμᾰτοπλήξ: πλῆγος adj. ударяемый волнами (ἀκτή Soph.; σκόπελος Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυματοπλήξ -ῆγος [κῦμα, πλήττω] door golven gebeukt.

Middle Liddell

κῡμᾰτο-πλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, πλήσσω
wave-beaten, Soph.