λαχείο
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
το
1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο, αφού γίνει κλήρωση αριθμημένων δελτίων-λαχνών, όσοι έχουν δελτίο-λαχνό που φέρει τον αριθμό ο οποίος κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα
2. συνεκδ. το αριθμημένο δελτίο με το οποίο ο κάτοχός του έχει το δικαίωμα να συμμετάσχει στην κλήρωση, αλλά και το ίδιο το υπό κλήρωση αντικείμενο ή χρηματικό ποσό
3. απροσδόκητο κέρδος («μού 'ρθε λαχείο η κληρονομιά»)
4. υπόθεση της οποίας η καλή ή η κακή έκβαση εξαρτάται από την τύχη («ο γάμος είναι λαχείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ-, πρβλ. αόρ. ἔ-λαχ-ον του λαγχάνω «λαμβάνω με κλήρο» + κατάλ. -εῖον (πρβλ. ραφ-είον). Η λ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. loterie, και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. λάχειον, από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].