μαγγώνω
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
και μαγκώνω
1. συσφίγγω, συμπιέζω κάτι δυνατά, συνθλίβω («η μηχανή μού μάγγωσε τα δάχτυλα»)
2. συλλαμβάνω, πιάνω («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, αλλά στο τέλος τον μάγγωσαν»)
3. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, τον πιέζω, τον στριμώχνω
4. (για περιστρεφόμενα η παλινδρομικά κινούμενα εξαρτήματα) παθαίνω εμπλοκή
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγγωμένος, -η, -ο
αδύναμος να ενεργήσει ή να μιλήσει λόγω δειλίας ή αμηχανίας, αμίλητος, συνεσταλμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μαγγανώνω < μάγγανο, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].