μαζί
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Greek Monolingual
(Μ μαζί και μαζίν)
επίρρ.
1. αντάμα, από κοινού («ζούμε πέντε χρόνια μαζί»)
2. ταυτοχρόνως, συγχρόνως («μέ επισκέφθηκαν όλοι μαζί»)
νεοελλ.
1. συνοδεία με..., συντροφιά με... (α. «φέρε μας μαζί με τον καφέ και λίγο γάλα» β. «δεν μέ πήραν μαζί τους»)
2. παροιμ. «μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε» — λέγεται γι' αυτούς που δεν μπορούν να συνεννοηθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μαζ-ίον, υποκορ. του μᾶζα (πρβλ. ομάδιον: ομάδι, μακάριον: μακάρι)].