ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
και μιστό, το (Μ μισθό και μιστό)
1. μισθός
2. αγαθοεργία, ευεργεσία, ελεημοσύνη
3. ηθική ανταμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μισθός, με αλλαγή γένους κατά το αντίθετο κρίμα (το) «αδίκημα» (πρβλ. ο χόρτος > το χόρτο)].