μισθό

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

και μιστό, το (Μ μισθό και μιστό)
1. μισθός
2. αγαθοεργία, ευεργεσία, ελεημοσύνη
3. ηθική ανταμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μισθός, με αλλαγή γένους κατά το αντίθετο κρίμα (το) «αδίκημα» (πρβλ. ο χόρτος > το χόρτο)].