μνήμα

From LSJ
Revision as of 15:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ μνῆμα, Μ και μνῆμαν, Α δωρ. και αιολ. μνᾱμα)
οικοδόμημα ή ύψωμα προς τιμή νεκρού, τάφος, τύμβος (α. «το μονοπάτι μ' έβγαλε σ' ένα ρημοκλησσάκι, που 'ταν τα μνήματα πολλά, πολλά κι αντρειωμένα», δημ. τραγούδι
β. «μνήματα ἐποίησαν ἐν πάσῃσι τῇσι πόλισι τῶν ἀποικίδων», Ηρόδ.
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. τα μνήματα
το νεκροταφείο
μσν.
φρ. «μνήμα Χριστού» — ο Πανάγιος Τάφος
αρχ.
1. αντικείμενο για ανάμνηση προσώπου ή πράγματος («μνᾱμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων»
Πίνδ.)
2. φέρετρο, λάρνακα
3. ανάθημα σε θεό
4. (γενικά) μνεία, ανάμνηση, ενθύμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη- του μι-μνή-σκω + κατάλ. -μα (για το -μ- της λ. πρβλ. μνήμων)].