ηδύπνους

From LSJ
Revision as of 17:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425

Greek Monolingual

-ουν και ηδύπνοος, -η, -ο (AM ἡδύπνους, -ουν και ἡδύπνοος, -οον)
1. (για μουσικό ήχο) αυτός που ηχεί καλά, μελωδικά, αρμονικός
2. αυτός που πνέει ευχάριστα («ἡδύπνοοι αὖραι», Ευρ.)
3. αυτός που ευωδιάζει, ο εύοσμος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡδύπνους
αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα, που δεν έχει γευθεί χορτάρι, αλλ. ηδύχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πνους (< πνοή < πνέω), πρβλ. άπνους, απόπνους].