ηπιοδίνητος
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
Greek Monolingual
ἠπιοδίνητος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται ήπια, ήσυχα («ἠπιοδίνητα βλέφαρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δίνητος (< δινώ), πρβλ. ευδίνητος, πολυδίνητος].