κεραυνόπληκτος

From LSJ
Revision as of 18:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνόπληκτος Medium diacritics: κεραυνόπληκτος Low diacritics: κεραυνόπληκτος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: keraunóplēktos Transliteration B: keraunoplēktos Transliteration C: keravnopliktos Beta Code: kerauno/plhktos

English (LSJ)

ον, = κεραυνοπλήξ (thundersmitten), Phld. Ir. p. 94 W.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κεραυνόπληκτος, -ον)
ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόβλητος
νεοελλ.
μτφ. κατάπληκτος, εμβρόντητος («όταν το άκουσα έμεινα κεραυνόπληκτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θεόπληκτος, θηριόπληκτος].