κτηματολόγιο
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
το
1. δημόσιο βιβλίο στο οποίο είναι καταχωρισμένα η θέση, τα όρια, το εμβαδόν, η αξία και η κυριότητα τών ακινήτων μιας χώρας ή περιφέρειας, καθώς και οι εμπράγματες δικαιοπραξίες που τά αφορούν, αλλ. κτηματικό βιβλίο
2. η υπηρεσία στην οποία υπάρχει το βιβλίο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + περιληπτ. κατάλ. -λόγιο (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. δειγματολόγιο, τιμολόγιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στα Βασιλικά Διατάγματα].