κροκύδα
From LSJ
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
Greek Monolingual
η (AM κροκύς, -ύδος)
το λεπτό χνούδι που αποσπάται από μάλλινο ύφασμα
αρχ.
φρ.
1. «κροκεὺς ἑδρική» — υπόθετο
2. «κροκύδας ἀφαιρεῖν» — το να τινάζει κάποιος το χνούδι από τα ενδύματα ενός ισχυρού, το να «ξεσκονίζει», να φέρεται με δουλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) + επίθημα -ύς, -ύδος (πρβλ. πηλαμύς, χλαμύς)].