καρδιολογία

Revision as of 07:40, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ.
1. κλάδος της ιατρικής επιστήμης ο οποίος ασχολείται με την ανατομία, τη φυσιολογία και την παθολογία της καρδιάς
2. πραγματεία, σύγγραμμα περί της καρδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -λογία (< λόγος < λόγος < λέγω), πρβλ. βιολογία, γλωσσολογία. Ως ιατρικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cardiology < cardio- (πρβλ. καρδιο-) + -logy (πρβλ. -λογία < -λογος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις (καρδιολογία ερωτική)].