θαλασσοθραύστης
From LSJ
Greek Monolingual
ο μεγάλος εξωτερικός κυματοθραύστης λιμανιού ο οποίος δεν συνδέεται με τις προκυμαίες ή με την υπόλοιπη ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο- + θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυοθραύστης, κυματοθραύστης].
ο μεγάλος εξωτερικός κυματοθραύστης λιμανιού ο οποίος δεν συνδέεται με τις προκυμαίες ή με την υπόλοιπη ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο- + θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυοθραύστης, κυματοθραύστης].