ἡσυχοποιός
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
A silentiarius, Gloss.
Greek Monolingual
ἡσυχοποιός, ό (Α)
ο σιλεντιάριος, ο επιστάτης που επέβαλλε την ησυχία και γενικά επέβλεπε την τήρηση της εθιμοτυπίας στη βυζαντινή αυλή ή σε μοναστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. θορυβοποιός, κακοποιός.