ἐλαφόβοσκον

From LSJ
Revision as of 14:03, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰφόβοσκον Medium diacritics: ἐλαφόβοσκον Low diacritics: ελαφόβοσκον Capitals: ΕΛΑΦΟΒΟΣΚΟΝ
Transliteration A: elaphóboskon Transliteration B: elaphoboskon Transliteration C: elafovoskon Beta Code: e)lafo/boskon

English (LSJ)

τό, (ἐλαφοβοσκός, ὁ, Hsch.) A plant eaten by deer as an antidote against the bite of snakes, parsnip, Pastinaca sativa, Dsc.3.69, Plin.HN22.79,Aët.13.21. II = ἐλελίσφακον, Dsc.3.33; = σκόρδον, Ps.-Dsc.2.152.

German (Pape)

[Seite 792] τό, (Hirschfutter), wilde Pastinake, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰφόβοσκον: τό, φυτὸν ἐσθιόμενον ὑπὸ τῶν ἐλάφων ὡς προφυλακτικὸν κατὰ τῶν δηγμάτων τῶν ἑρπετῶν, pastinaca sativa, Διοσκ. 3. 80, Πλιν. Ν. Η. 22. 22 (37).

Greek Monolingual

ἐλαφόβοσκον, το (Α)
1. ονομασία φυτού το οποίο πίστευαν ότι τρώει το ελάφι ως αντίδοτο για το δηλητήριο τών φιδιών
2. το φασκόμηλο
3. το σκόρδο.