ἵππουρος

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵππουρος Medium diacritics: ἵππουρος Low diacritics: ίππουρος Capitals: ΙΠΠΟΥΡΟΣ
Transliteration A: híppouros Transliteration B: hippouros Transliteration C: ippouros Beta Code: i(/ppouros

English (LSJ)

ον, (οὐρά) A horse-tailed: as substantive, 1 a sea-fish, Coryphaena hippurus, Epich.51, Arist.HA 543a23, Numen. ap. Ath.7.304d, Opp.H.1.184. 2 a kind of insect, Ael.NA15.1. 3 = ἵππουρις 11.2, Hippiatr.27.

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ (eigtl. mit einem Roßschweise), – a) ein Fisch, Ath. VII, 304 c; Arist. H. A. 5, 10. 8, 15; Opp. H. 1, 184; vgl. ἱππουρεύς. – b) bei Ael. H. A. 15, 1 ein Insekt.

Greek (Liddell-Scott)

ἵππουρος: -ον, (οὐρὰ) ἔχων οὐρὰν ἵππου, 1) θαλάσσιός τις ἰχθύς, ὁ καὶ ἱππουρεὺς καὶ κορύφαινα καλούμενος, coryphaena hippūrus, Ἐπίχ. 40 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10. 20· ὁ Ὀππιανὸς (Ἀλ. 1. 184 καὶ 4, 404) καταλέγει τὸν ἰχθὺν τοῦτον ἐν τοῖς κητώδεσιν. 2) εἶδος ἐντόμου, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue de cheval;
subst.ἵππουρος;
1 sorte d’insecte;
2 sorte de poisson;
3 sorte de plante.
Étymologie: ἵππος, οὐρά.

Greek Monolingual

ἵππουρος, -ον (ΑΜ) ίππουρις
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ό ἵππουρος
είδος φυτού
αρχ.
1. αυτός που έχει ουρά ίππου
2. το αρσ. ως ουσ.ἵππουρος
α) είδος θαλάσσιου ψαριού
β) είδος εντόμου
γ) είδος υδρόβιου φυτού, αλλ. ίππουρις.

Russian (Dvoretsky)

ἵππουρος: рыба золотая макрель (Coryphaena hippurus) Arst.