Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑσπερίς

From LSJ
Revision as of 09:15, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑσπερίς Medium diacritics: ἑσπερίς Low diacritics: εσπερίς Capitals: ΕΣΠΕΡΙΣ
Transliteration A: hesperís Transliteration B: hesperis Transliteration C: esperis Beta Code: e(speri/s

English (LSJ)

-ίδος, pecul. fem. of ἑσπέριος, western, ἅλμη Nonn. D. 6.219. as substantive, night-scented stock, Matthiola tristis, Thphr. CP 6.17.3, Plin. HN 21.39; = citreum, Gloss. as pr. n., Ἑσπερίδες, αἱ, the Hesperides, daughters of Night, who dwelt in an island, on the western verge of the world, and guarded a garden with golden apples, Hes. Th. 215, E. Hipp. 742 (lyr.), DS. 4.27, etc.; hence Ἑσπερίδων μῆλα quinces, Pamphil. ap. Ath. 2.82d. Ἐσπερίδες νῆσοιislands of the Hesperides = Κασσιτερίδες, DP. 563.

German (Pape)

[Seite 1043] ίδος, ἡ, bes. fem. zum Vorigen, abendlich, westlich, z. B. ἅλμη, Nonn. D. 6, 219; νῆσος, D. Per. 563. – Als subst. die Nachtviole, die Abends am stärksten riecht, Theophr. – S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑσπερίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑσπέριος, δυσμική, δυτική, Διον. Π. 563. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἄνθος τι εὐωδιάζον τὴν ἑσπέραν, ἴσως τὸ κοινῶς λεγόμενον «μανουσάκι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 3. 2) ὡς ὄνομα κύρ., Ἑσπερίδες, αἱ θυγατέρες τῆς Νυκτὸς περὶ ὧν ἐμυθολογεῖτο ὅτι κατῴκουν ἐπὶ τινος νήσου τοῦ Ὠκεανοῦ πρὸς τὴν ἑσπερίαν ἄκραν τοῦ κόσμου καὶ ἐφύλαττον τὸν περίφημον κῆπον τῶν χρυσῶν μήλων, Ἡσιόδ. Θ. 215. 518· - ἐπιστεύετο δὲ ὅτι ἦσαν τρεῖς τὸν ἀριθμόν, πιθανῶς ἐκ τοῦ ἐν Θεογονίᾳ 275 νόθου στίχου τοῦ Ἡσιόδου· κατὰ τὸν Διόδ. (4. 27), ἦσαν θυγατέρες τοῦ Ἄτλαντος, καὶ ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν. 3) αἱ Ἑσπ. νῆσοι, παρὰ Στράβ. 150, = αἱ Μακάρων νῆσοι· - παρὰ Διοδ. Π. 563, = αἱ Κασσιτερίδες.

Greek Monotonic

ἑσπερίς: -ίδος, ως κύριο όνομα, Ἑσπερίδες, αἱ, οι Εσπερίδες, νύμφες, κόρες της Νύχτας, που κατοικούσαν σε ένα νησί του Ωκεανού στην δυτική άκρη του κόσμου, και φρουρούσαν έναν κήπο με χρυσά μήλα, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἑσπερίς, ίδος
in nom. pr., Ἐσπερίδες, αἱ, the Hesperides, daughters of Night, who dwelt in an island in the west, and guarded a garden with golden apples, Hes.