χειμάδιον

From LSJ
Revision as of 12:55, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " esp. in " to " especially in ")

μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμᾰδιον Medium diacritics: χειμάδιον Low diacritics: χειμάδιον Capitals: ΧΕΙΜΑΔΙΟΝ
Transliteration A: cheimádion Transliteration B: cheimadion Transliteration C: cheimadion Beta Code: xeima/dion

English (LSJ)

τό, A winter dwelling, winter quarters, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ D.4.32, cf. Str. 11.13.1, Hld.5.18: especially in pl., χειμάδια πήγνυσθαι to fix one's winter quarters, Plu.Sert.6, cf. Luc.3, Eum.15, Jul.Ep.98.—Adj. χειμάδιος, α, ον, is cited in Poll.1.62, Suid.; ἡ χειμαδία (sc. ὥρα) Et.Gud.563.53.

German (Pape)

[Seite 1342] τό, Winterwohnung, Winterquartier; χειμαδίῳ χρῆσθαι τῇ δυνάμει Λήμνῳ Dem. 4, 32; χειμάδια διαπήγνυσθαι, Winterquartiere aufschlagen, Plut. Sertor. 6; D. Cass. 36, 4; Winterresidenz, Strab. 11, 13, 1.

Greek (Liddell-Scott)

χειμάδιον: τό, μέρος κατάλληλον ἵνα διέλθῃ τις τὸν χειμῶνα, κοινῶς «χειμαδιό», χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ Δημ. 49. 3· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χειμάδια πήγνυμαι, ὁρίζω τὸν τόπον ἐν ᾧ θὰ παραχειμάσω, παρασκευάζω τὴν χειμερινὴν κατοικίαν μου, Πλουτ. Σερτ. 6, πρβλ. Λούκουλλ. 3, Εὐμ. 15. ― Τὸ ἐπίθ. χειμάδιος, α, ον, μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Α΄, 62 καὶ Σουΐδ.· ἡ χειμαδία (ἐξυπακ. ὥρα) Γουδιαν. Ἐτυμ.· πρβλ. χειμασία.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. χειμάδι.

Greek Monotonic

χειμάδιον: [ᾰ], τό, χειμερινό κατάλυμα, μέρος για να περάσει κανείς το χειμώνα, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ, σε Δημ.· συνήθως σε πληθ., χειμάδια πήγνυσθαι, κατασκευάζω τη χειμερινή κατοικία μου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

χειμάδιον: τό преимущ. pl. зимовка, зимняя стоянка, зимние квартиры Dem., Plut.

Middle Liddell

χειμάδιον, ου, τό, [from χεῖμα
a winter-dwelling, winter-quarters, χειμαδίῳ χρῆσθαι Λήμνῳ Dem.:—mostly in pl., χειμάδια πήγνυσθαι to fix one's winter-quarters, Plut.

English (Woodhouse)

winter quarters

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)