ἀπόλυμα

From LSJ
Revision as of 13:30, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλῡμα Medium diacritics: ἀπόλυμα Low diacritics: απόλυμα Capitals: ΑΠΟΛΥΜΑ
Transliteration A: apólyma Transliteration B: apolyma Transliteration C: apolyma Beta Code: a)po/luma

English (LSJ)

ατος, τό, A filth, Harp.s.v. ὀξυθυμία: in plural, fragments of tissue, Heliod. ap. Orib.44.10.13, Gal.19.422.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλῡμα: -ατος, τό, ἀκαθαρσία, «κάθαρμα», Ἁρποκρ. ἐν λέξει ὀξυθύμια, τά· κατὰ Γαληνὸν τ. 19, σ. 422, 1, ἀπόκριμα, τὸ ἐκκρινόμενον ὑγρόν, κατὰ δὲ τὸν σχολ. Νικάνδρου (Θηρ. 578) «ἀφοδεύματα».

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 basura Did.Fr.Lex.5.15.
2 medic. plu. fragmentos de tejidos orgánicos ἀπολύματα ... ἐμφερόμενα τῷ ὑγρῷ Heliod. en Orib.44.7.13, evacuados en la disentería, Gal.19.422
en gener. excrementos Gal.14.470.
3 ἀπόλυμα· δαίμων ἢ θυσία, ζῶντες ἄνθρακες Hsch.α 6421.

Greek Monolingual

το (Α ἀπόλυμα)
1. το να απολύσεις, να αφήσεις ελεύθερο (απόλυμα των μαθητών, των ζωντανών, του νερού κ.λπ.)
2. το τέλος της θείας λειτουργίας
3. η έξοδος του σμήνους των μελισσών από την κυψέλη και το ίδιο το θυγατρικό, το νέο σμήνος
4. ιατρ. τμήμα οστού που αποχωρίστηκε λόγω βλάβης και απομένει νεκρό
5. «απολύματα της σκεπής» — τα ξύλα που προεξέχουν στο γείσο του σπιτιού
αρχ.
1. ακαθαρσία
2. απόκριμα.