ὑπόγραμμα

From LSJ
Revision as of 11:08, 23 October 2021 by Spiros (talk | contribs)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόγραμμα Medium diacritics: ὑπόγραμμα Low diacritics: υπόγραμμα Capitals: ΥΠΟΓΡΑΜΜΑ
Transliteration A: hypógramma Transliteration B: hypogramma Transliteration C: ypogramma Beta Code: u(po/gramma

English (LSJ)

ατος, τό, A inscription on the base of a στήλη, Lycurg. 118. II pigment used for painting under the eyelids, Ar.Fr. 320.5, cf. Phryn.PSp.118 B., EM782.8: v. ὑπογραφή 111.

German (Pape)

[Seite 1213] τό, 1) das Unterschriebene, die Unterschrift, Sp. – Auch die Inschrift, Aufschrift, das dem Uebrigen Voranstehende, Lycurg. 118, wo darauf folgt τοὺς ὕστερον προσαναγραφέντας. – 2) das Schminken der Augenbrauen, auch die dazu gebrauchte Schminke, Phryn. in B. A. 68. S. ὑπογράφω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόγραμμα: τό, ἐπιγραφή ἀναγεγραμμένη ἐν στήλῃ, Λυκοῦργ. 164. 33. ΙΙ. Μέλαινά τις σκευασία, δι’ ἧς ἔχριον τὰ ὑπὸ τὰ βλέφαρα μέρη αἱ γυναῖκες, πρβλ. στίβι καὶ στίμμι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 695, πρβλ. Α. Β. 68, ὑπογραφὴ ΙΙΙ.

Greek Monolingual

-άμματος, τὸ, Α ὑπογράφω
1. επιγραφή σε βάση στήλης
2. μελανή χρωστική ουσία για το βάψιμο του δέρματος κάτω από τα βλέφαρα.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόγραμμα: τό краска для подведения глаз, сурьма Arph.