κανθύλη

From LSJ
Revision as of 08:58, 1 November 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\/" to "/")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθύλη Medium diacritics: κανθύλη Low diacritics: κανθύλη Capitals: ΚΑΝΘΥΛΗ
Transliteration A: kanthýlē Transliteration B: kanthylē Transliteration C: kanthyli Beta Code: kanqu/lh

English (LSJ)

ἡ, A swelling, tumour, A.Fr.220.

German (Pape)

[Seite 1321] ἡ, Geschwulst, Geschwür, Aesch. frg. 197.

Greek (Liddell-Scott)

κανθύλη: ἡ, οἴδημα, πρήξιμον, Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 216.

Greek Monolingual

κανθύλη, ἡ (Α)
εξόγκωμα, οίδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. gund «έλκος» και το γοτθ. gunds «έλκος». Στην περίπτωση αυτή όμως το αρχικό θ. θα πρέπει να ήταν είτε αρχικό κονθ-, είτε μεταπτωτικό καθ- (αν οι γερμ. τ. προήλθαν από ΙΕ τ. με φωνηεντικό -η-) με ανάπτυξη του -ν- εκ τών υστέρων (πρβλ. λαγχ-άνω < θ. λαχ-, χανδ-άνω < θ. χαδ-). Δεν αποκλείεται και η προελληνική προέλευση της λ. οπότε συνδέεται πιθ. με τα κάνθων, κανθός. Η άποψη αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει σημασιολογικής φύσεως προβλήματα].

Russian (Dvoretsky)

κανθύλη: ἡ опухоль, нарыв Aesch.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: swelling, tumour, only in κανθύλας τὰς ἀνοιδήσεις. Αἰσχύλος Σαλαμινίαις (Fr. 220) H. (on alphabet. incorrect place); also κονθηλαί αἱ ἀνοιδήσεις H. -
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The comparison with a Germanic word for ulcer, pus, e. g. OHG gund, Goth. gunds γάγγραινα (Holthausen KZ 28, 282), would require κονθ- or that κανθ- is secondary for *καθ-; "zur letzteren, sehr entfernten Möglichkeit Schwyzer 343 Zus. 1". Strömbergs proposal, Wortstudien 94, to derive κανθύλη from the name of the ass, κάνθων, κανθήλιος, is semant. not convincing. - The variation α/ο is Pre-Greek, as is the suffix (Fur. 201 n. 14).

Frisk Etymology German

κανθύλη: {kanthúlē}
Forms: auch κονθηλαί· αἱ ἀνοιδήσεις H.
Grammar: f.
Meaning: Geschwulst, nur in κανθύλας· τὰς ἀνοιδήσεις. Αἰσχύλος Σαλαμινίαις (Fr. 220) H. (an alphabet. unrichtiger Stelle);
Etymology : Wegen der schwankenden Überlieferung etymologisch kaum verwertbar. Der Vergleich mit einem germanischen Wort für ‘(eiterndes) Geschwür, Eiter’, z. B. ahd. gund, got. gunds γάγγραινα (Holthausen KZ 28, 282), setzt voraus, entweder daß κονθ- ursprünglich ist oder daß κανθ- sekundär für *καθ- eingetreten ist; zur letzteren, sehr entfernten Möglichkeit Schwyzer 343 Zus. 1. Strömbergs Vorschlag, Wortstudien 94, κανθύλη aus dem Namen des Esels, κάνθων, κανθήλιος, herzuleiten, ist semantisch nicht genügend unterbaut.
Page 1,778-779