επιθυμιά
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
επιθυμία και επιθύμια και επιθυμιά και αποθυμιά, η (AM ἐπιθυμία, Μ και ἐπιθύμια και ἐπιθυμιά και ἀποθυμιά) επιθυμώ
1. πόθος, λαχτάρα («με επιθυμία να τηράζεις δύο μεγάλα σε θωρώ», Σολωμός)
2. ερωτική, σαρκική επιθυμία, πόθος, ηδονή
μσν.
1. ανυπομονησία, αγωνία
2. ακόρεστη επιθυμία, απληστία
3. (για γυναίκα) ποθητή, αγαπημένη
4. αγάπη
5. το αντικείμενο της αγάπης
6. θέληση
αρχ.-μσν.
1. ζήλος, ενθουσιασμός, ενδιαφέρον, όρεξη
2. το αντικείμενο της επιθυμίας.