διαπατταλεύω

From LSJ
Revision as of 21:57, 16 December 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

French (Bailly abrégé)

att. c. διαπασσαλεύω.

Greek Monolingual

διαπατταλεύω και διαπασσαλεύω (Α)
τεντώνω (δέρμα συνήθως) και καρφώνω τις άκρες στα άκρα σταυρωτών πασσάλων.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): διαπασσαλεύω.
sujetar con clavos, clavar como suplicio ἄνδρα ... ζῶντα πρὸς σανίδα Hdt.7.33, τὸ δέρμα Plu.Art.17, ἥλῳ ... τὰ στήθη Sch.A.Pr.64bH., en v. pas. διαπατταλευθήσει χαμαί serás clavado en tierra Ar.Eq.371.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπατταλεύω, Ion. διαπασσαλεύω, vastspijkeren:; τὸ δέρμα de huid Plut. Art. 17.7; fut. pass.:; διαπατταλευθήσει χαμαί je zult aan de grond genageld worden Aristoph. Eq. 371; met πρός + acc.: πρὸς σανίδα aan een plank (als kruisiging) Hdt. 7.33.