ἀπερίοπτος

From LSJ
Revision as of 10:05, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ," to ",")

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίοπτος Medium diacritics: ἀπερίοπτος Low diacritics: απερίοπτος Capitals: ΑΠΕΡΙΟΠΤΟΣ
Transliteration A: aperíoptos Transliteration B: aperioptos Transliteration C: aperioptos Beta Code: a)peri/optos

English (LSJ)

ον, A unregarding, reckless of, πάντων Th.1.41, J.AJ19.1.11: abs., Onos.1.22. Adv.-τως Poll.3.117.

German (Pape)

[Seite 288] nicht um sich schauend, sich um etwas nicht kümmernd, ἁπάντων Thuc. 1, 41 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίοπτος: -ον, ὀλίγωρος, ἀμέριμνος, τῶν πάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν, τῶν πάντων ὀλιγωροῦσιν ἵνα νικήσωσι, Θουκ. 1. 41. ― Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄, 117.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indifférent à.
Étymologie: ἀ, περιόψομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no se cuida, que no da importancia, no atento c. gen. τῶν ἁπάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν Th.1.41, cf. I.AI 19.72, τῶν πολεμικῶν σφαλμάτων D.C.Epit.8.26.6
c. inf. ἀπερίοπτον (sc. ἐστι) no tiene importancia, es indiferente Onas.1.22.
2 inaprensible εἰκὸς αὐτὴν μὲν τὴν οὐσίαν ἀ. εἶναι παντί Basil.M.29.544B.
II adv. -ως descuidadamente Poll.3.117.

Greek Monolingual

ἀπερίοπτος, -ον (Α)
αυτός που δεν προσέχει γύρω του, αμέριμνος.

Greek Monotonic

ἀπερίοπτος: -ον (περιόψομαι, μέλ. του περιοράω), αμέριμνος, αμελής, πάντων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερίοπτος: не обращающий внимания, пренебрегающий (τινος Thuc.).

Middle Liddell

[περιόψομαι, fut. of περιοράω
unregarding, reckless of, πάντων Thuc.