ἐπιχρόϊσις
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
εως, ἡ, perhaps A stains on clothes, Thphr.CP2.5.4 codd. (pl.); cf. ἐπίχρωσις.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, dasselbe, Theophr., v.l. ἐπίχρισις u. ἐπίχρωσις.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρόϊσις: -εως, ἡ, ἐπίχρωσις, καθάπερ ἐπὶ τῶν καθαιρόντων καὶ ἐξαγόντων τὰς ἐπιχροΐσεις Θεόφρ. π. Αἰτ. Φυτ. 2. 5, 4, διάφ. γρ. ἐπίχρωσις.
Greek Monolingual
ἐπιχρόϊσις, ἡ (Α)
στίγμα, κηλίδα, λεκές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-χροΐζω. Παράλλ. τ. του επί-χρωσις].