ἵλημι

From LSJ
Revision as of 15:50, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q. v." to "q.v.")

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵλημι Medium diacritics: ἵλημι Low diacritics: ίλημι Capitals: ΙΛΗΜΙ
Transliteration A: hílēmi Transliteration B: hilēmi Transliteration C: ilimi Beta Code: i(/lhmi

English (LSJ)

[ῑ],= ἱλήκω, only in imper. ἵληθι, in prayers, A be gracious! Od.3.380, 16.184, h.Hom.20.8, etc.: Aeol. ἔλλᾱθι (q.v.): Dor. ἵλᾰθι Theoc.15.143, Luc.Epigr.22; both together, ἵλᾰθ', ἄναξ, ἵληθι AP 12.158 (Mel.): pl., ἵλᾰτε A.R.4.984, Man.6.754. (Prob. pf. imper. fr. se-sl-; Aeol. ἔλλ- points to εἵλ- as the true Ion. spelling; Dor. pf. part. dat. ἱλαότι (leg. εἱλ-) Hsch.: ῑ is genuine in ἵλεως, ἱλάσκομαι [fr. si-sl-].)

German (Pape)

[Seite 1251] nur imperat.; ἵληθι, sei gnädig, als Anruf an die Gottheit, Od. 3, 380. 16, 184; ἵλᾰθι, Theocr. 15, 145, Luc. ep. 12 (XI, 400); Mel. 21 XII, 1581 vrbdt ἵλαθ' ἄναξ ἵληθι. – Dazu conj. perf. εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι, versöhnt, gnädig sein, Od. 21, 364; bei sp. D. optat., ἱλήκοις, ὦ Ζεῦ u. ä., Rufin. 11 (V, 73) Agath. 60 (IX,154) Coluth. 250; auch Alciphr. 3, 68, ἱλήκοιτε, neben εὐμενεῖς εἴητε.

Greek (Liddell-Scott)

ἵλημι: ῑ, = τῷ προηγμ., ἀλλ’ ἴσως ἐν χρήσει μόνον κατὰ προστ., ἵληθι, ἐν προσευχαῖς, γενοῦ ἵλεως! Ὀδ. Γ. 380, Π. 384· μεταγεν. ἵλᾰθι Θεόκρ. 15. 143, Ἀνθ. Π. 11. 400· ἀμφότερα, ἵλᾰθ’, ἄναξ, ἵλη, Ἀνθ. Π. 12. 158· πληθ. ἵλᾰτε, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 984.

French (Bailly abrégé)

prés. impér. 2ᵉ sg. ἵληθι, sbj. pf. 3ᵉ sg. ἱλήκῃσι;
être propice, favorable.
Étymologie: ἵλαος.

English (Autenrieth)

imp. ἵληθι, perf. subj. ἷλήκησι, opt. ἷλήκοι; be propitious, gracious, Od. 3.380. (Od.)

Greek Monolingual

ἵλημι (Α)
ιλήκω («ἵληθι, ἵλαθ' ἄναξ, ἵλατε» — ελέησέ μας, δείξε έλεος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στην προστ. ἵληθι για το οποίο βλ. λ. ιλάσκομαι].

Greek Monotonic

ἵλημι: [ῑ], = το προηγ., προστ. ἵληθι, λέγεται σε δεήσεις, γίνε ευμενής! σε Ομήρ. Οδ.· Δωρ. ἵλᾰθι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἵλημι: (только 2 л. sing. imper. praes. эп. ἵληθι - дор. ἵλᾱθι, 3 л. sing. pf. conjct. ἱλήκῃσι и opt. ἱλήκοιμι) быть благосклонным, милостивым (ἄνασσ᾽, ἵληθι Hom.; ἱλήκοι Ἀπόλλων HH; ἵλαθι νῦν, φίλ᾽ Ἄδωνι Theocr.).

Middle Liddell

= ἰλήκω]
in prayers, be gracious! Od.; doric ἵλαθι Theocr.