προπταίω
From LSJ
English (LSJ)
dub. for προσπτ- in Luc.Ner.5; f.l. in Phalar.Ep.38.2.
German (Pape)
[Seite 741] vorher anstoßen, ein Unglück haben u. fallen, Luc. Ner. 5.
Greek (Liddell-Scott)
προπταίω: προσκόπτω προηγουμένως, ἀμφίβολον ἀντὶ τοῦ προσπτ- ἐν Φαλάρ. Ἐπιστ. 81, σ. 234, Ψευδο-Λουκ. Νέρων 3.
French (Bailly abrégé)
f. προπταίσω, pf. προέπταικα;
se heurter auparavant ; tomber en disgrâce auparavant.
Étymologie: πρό, πταίω.
Greek Monolingual
Α
υποπίπτω σε σφάλμα ή σε αμαρτία προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πταίω «αμαρτάνω»].
Russian (Dvoretsky)
προπταίω: досл. прежде спотыкаться или натыкаться, перен. терпеть крушение Luc.