φυσητήρ

From LSJ
Revision as of 18:40, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσητήρ Medium diacritics: φυσητήρ Low diacritics: φυσητήρ Capitals: ΦΥΣΗΤΗΡ
Transliteration A: physētḗr Transliteration B: physētēr Transliteration C: fysitir Beta Code: fushth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A instrument for blowing, blowpipe or tube, φ. ὀστέϊνοι Hdt.4.2, cf. Opp.H.4.463. 2 bellows, LXX Jb.32.19, Poll.10.147, Gal.2.717. 3 blow-hole or spiracle of whales, etc., Arist.HA566b3; the funnel through which the cuttle-fish squirts its ink, ib.541b17. II one who blows a pipe or bellows, Dsc.5.75 (v.l.), Suid. s.v. ἐξέλιπε. 2 a kind of whale, perhaps Biscay whale, Str.3.2.7.

German (Pape)

[Seite 1317] ῆρος, ὁ, 1) ein Werkzeug zum Blasen, Pfeife, Röhre zum Aufblasen, Her. 4, 2. Daher – a) Blasebalg, Fächer, das Feuer anzufachen, Sp.; vgl. Poll. 10, 187. – b) die Blaseröhre, bes. der Wallfische, durch welche sie Luft mit Wasser ausspritzen, Arist. H. A. 6, 12, auch der Tintenfische, mit welcher sie den Tintenfast ausspritzen u. ihre Eier legen, Arist. H. A. 5, 6. – Der Wallfisch selbst heißt so, der Blaser, od. Blasesisch, Sp. – 2) der Blaser, der bläs't od. anbläs't, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσητήρ: ῆρος, ὁ, ὄργανον πρὸς φύσησιν, σωλὴν φυσητηρίου, σωλήν, φ. ὀστέϊνος Ἡρόδ. 4. 2. πρβλ. Διοσκ. 5. 85, Ὀππ. Ἁλ. 4. 463. 2) ὡς τὸ φῦσα, φυσητήριον χαλκέως, φυσερόν, μουχάνι, Πολυδ. Ι΄, 147, Γαλην. 3) ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἡ φάλλαινα ἀναπνέει καὶ ἀναφυσᾷ τὸ ὕδωρ, καθ’ Ἡσύχ. «ὁ τῶν κητωδῶν ἰχθύων αὐλός», Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 6. 12. 1· ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἡ σηπία ἐκτινάσσει τὸ μέλαν, αὐτόθι 5. 6, 4. ΙΙ. ὁ μεταχειριζόμενος τὸν φυσητῆρα, Διοσκ. 5. 85· «φυσητὴρ καὶ τὸ ὄργανον ᾧ ἐμφυσᾷ ὁ χρώμενος, καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁ τὸ ὄργανον μεταχειριζόμενος» Σουΐδ. ἐν λ. ἐξέλιπε. 2) εἶδος κήτους (πρβλ. Ι. 3), Στράβ. 145.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
sorte de flûte.
Étymologie: φυσάω.

Greek Monotonic

φῡσητήρ: -ῆρος, ὁ (φυσάω), όργανο για φύσημα, φυσητήριο ή σωλήνας, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

φῡσητήρ: ῆρος ὁ
1) трубка Her., Arst.;
2) (у китов) дыхало Arst.

Middle Liddell

φῡσητήρ, ῆρος, ὁ, φυσάω
an instrument for blowing, blowpipe or tube, Hdt.