ἱπποκόρυθος
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
English (LSJ)
ον, coined as compd. of ἵππος and κόρυς, Porph. ad Il.2.1 (v.l. ἱππο-κόρυθες as nom. pl.).
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, = Folgdm, Porphyr. qu. Hom. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκόρυθος: -ον, = τῷ ἑπομ., Πορφ. Ὁμηρ. Ζητήμ. 15.
Greek Monolingual
ἱπποκόρυθος, -ον (Α) ιπποκορυστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κόρυθος (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. ευκόρυθος, τρικόρυθος.