παράλειψις
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
εως, ἡ,
A neglect, disregard, τῶν καθηκόντων Plu.2.33a.
2 omission, omitting, κατὰ παράλειψιν τοῦ ῡ with the omission of... Ath.11.490f; κατὰ π. τοῦ εὐκαίρως" Plu.2.1037e; opp. παραδοχή, Hierocl.in CA 19p.461M.
3 paralipsis, apophasis, preterition a rhetorical figure, in which a fact is designedly passed over, so that attention may be specially called to it, Arist.Rh.Al.1434a25, 1438b6, Demetr.Eloc.263, FrontoEp.1.2, Hermog.Id.2.6; κατὰ παράλειψιν = with ellipsis, by omission, Id.Inv.2.5.
German (Pape)
[Seite 487] das Vorbeilassen, Unterlassen, τῶν καθηκόντων, Plut. de aud. poet. 11, u. a. Sp. – Bei den Rhett. die Figur der praeteritio.
Greek (Liddell-Scott)
παράλειψις: ἡ, τὸ παραλείπειν, Πλούτ. 2. 33Α, Ἀθήν. 490F· κατὰ παράλειψίν τινος Πλούτ. 2. 1037Ε. 2) ῥητορικὸν σχῆμα, καθ’ ὃ γεγονός τι ἐπίτηδες ἀποσιωπᾶται οὕτως, ὥστε ἰδιαιτέρα προσοχὴ νὰ δοθῇ εἰς αὐτό, Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 22. 2., 31, 8· ― «πότε παράλειψις καὶ ἀποσιώπησις γίνεται; ὅταν βοηθῶμεν τὴν ὑπόνοιαν μείζονα καταστῆσαι τοῦ πράγματος ἐν τῇ γνώμῃ τῶν ἀκουόντων» Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 408., 8. 452, Auctor. ad Herenn. 4. 27.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de négliger, d’omettre.
Étymologie: παραλείπω.
Russian (Dvoretsky)
παράλειψις: εως ἡ
1) пропуск, опущение: κατὰ παράλειψίν τινος Plut. с опущением чего-л.;
2) упущение: παραλείψει τῶν καθηκόντων Plut. из-за упущения (своих) обязанностей;
3) рит. умолчание (лат. praeteritio) Arst.