γαβάθα
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
γαβάθα και γκαβάτα, καβάτα, καβάθα, γαβάτα, η (Μ γαβάθα)
ξύλινο ή πήλινο πιάτο, λεκάνη ή κούπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαβάθα < μσν. γαβάθα < λατ. gabatha «γαβάθα, τσανάκα». Και το λατ. gabatha και το αρχ. γαβαθόν είναι δάνεια ανατολικής προελεύσεως (πρβλ. σημιτ. ķabbat. Από τη Λατινική εισήχθη η λ. στις γερμανικές γλώσσες και διατηρήθηκε στις ρωμανικές (πρβλ. καλαβρ. gάvata, γαλλ. jatte «τσανάκα, γαβάθα», αρχ. άνω γερμ. gebita, gebiza «σερβίτσιο»). Τέλος για την τροπή του γκ- σε γ- και του -μπ- σε -β- πρβλ. γαζέλα αντί γκαζέλα, βόμβα αντί μπόμπα].