έμπεδος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμπεδος, -ον)
1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῖχος»)
2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη
3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο
στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που αντικαθιστά στην έδρα της τακτική μονάδα η οποία μετακινείται στον χώρο τών επιχειρήσεων
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἔμπεδον και ἔμπεδα
1. σταθερά («μένειν ἔμπεδον»)
2. συνεχώς, χωρίς διακοπή («θέειν ἔμπεδον)
3. ασφαλώς, πολύ καλά («ἴσθι τόδ' ἔμπεδον»).