έμπεδος

From LSJ
Revision as of 15:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμπεδος, -ον)
1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῖχος»)
2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη
3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο
στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που αντικαθιστά στην έδρα της τακτική μονάδα η οποία μετακινείται στον χώρο τών επιχειρήσεων
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἔμπεδον και ἔμπεδα
1. σταθερά («μένειν ἔμπεδον»)
2. συνεχώς, χωρίς διακοπή («θέειν ἔμπεδον)
3. ασφαλώς, πολύ καλά («ἴσθι τόδ' ἔμπεδον»).