επεισφέρω
From LSJ
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
Greek Monolingual
ἐπεισφέρω (Α)
1. φέρνω επί πλέον ή μετά από άλλο («ἐπεισφέρειν κακοῦ κάκιον ἄλλο πῆμα», Αισχύλ.)
2. παρουσιάζω (ιδίως επιχειρήματα) («ἐπεισφέρειν λόγον», Αριστοφ.)
3. θάβω και άλλο νεκρό στον ίδιο τάφο
4. παρουσιάζω για υπεράσπισή μου («ἐπεισενεγκάμενος μαρτύρια», Θουκ.)
5. παθ. ἐπεισφέρομαι
ορμώ εναντίον κάποιου
6. συμβαίνω («τὸ αἰεὶ ἐπεισφερόμενον πρῆγμα», Ηρόδ.).