επεισφέρω

From LSJ
Revision as of 19:55, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source

Greek Monolingual

ἐπεισφέρω (Α)
1. φέρνω επί πλέον ή μετά από άλλο («ἐπεισφέρειν κακοῦ κάκιον ἄλλο πῆμα», Αισχύλ.)
2. παρουσιάζω (ιδίως επιχειρήματα) («ἐπεισφέρειν λόγον», Αριστοφ.)
3. θάβω και άλλο νεκρό στον ίδιο τάφο
4. παρουσιάζω για υπεράσπισή μου («ἐπεισενεγκάμενος μαρτύρια», Θουκ.)
5. παθ. ἐπεισφέρομαι
ορμώ εναντίον κάποιου
6. συμβαίνω («τὸ αἰεὶ ἐπεισφερόμενον πρῆγμα», Ηρόδ.).