τένθης

From LSJ
Revision as of 15:00, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τένθης Medium diacritics: τένθης Low diacritics: τένθης Capitals: ΤΕΝΘΗΣ
Transliteration A: ténthēs Transliteration B: tenthēs Transliteration C: tenthis Beta Code: te/nqhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A gourmand, Cratin.320 (lyr.), Ar.Pax1009,1120, Cephisodorusap. Eus.PE15.2, Ath.1.6c, 3.112b; cf. προτένθης. (Expld. as λωποδύται, μοιχοί, Hsch., but as οἱ λίχνοι, Id. s.v. τένδω; τ. δὲ ὁ λίχνος καὶ τὸ ἀπὸ παντὸς ἥδιστον θηρώμενος μεταφέρων αὐτὸ ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλα Anon. in EN182.10.)

German (Pape)

[Seite 1091] ὁ, ein Leckermaul, Näscher; Cratin. bei Ath. VII, 305 d; Ar. Pax 974. 1086; Sp.; Tim. lex. Pl. erklärt γαστρίμαργος, Hesych. λίχνος. Vgl. auch προτένθης.

Greek (Liddell-Scott)

τένθης: -ου, ὁ (τένθω) λαίμαργος, λίχνος, «λιχούδης», Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 14, Ἀριστοφ. ἐν Εἰρήν. 1009, 1120, πρβλ. προτένθης.- Καθ’ Ἡσύχ.: «τένθαι· λωποδύται. μοιχοί».

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
gourmand.
Étymologie: DELG τέμνω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. λαίμαργος («ἄλλοις τένθαις πολλοῖς», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «λωποδύται, μοιχοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. τένδω, αν δεχθεί κανείς τη σημ. «εσθίω, λιχνεύω» (βλ. λ. τένδω)].

Greek Monotonic

τένθης: -ου, ὁ (τένθω), αυτός που τρέφεται με εκλεκτές τροφές, λιχούδης, λαίμαργος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τένθης, ου, ὁ, τένθω
a dainty feeder, gourmand, Ar.

Frisk Etymology German

τένθης: {ténthēs}
Grammar: m.
Meaning: Näscher, Leckermaul (Kom. u.a.)
Composita : mit τενθεύω Näscher sein (Poll.), -εία f. Näscherei (Ar., Alkiphr.); als Hinterglied in λιχνοτένθης lüsterner Näscher (Poll.). Primäres Verb τένθει (als v.l. Hes. Op. 524 bei Sch. Ar. Pax 1009, Suid. s. τένθαις).
Derivative: Daneben προτένθαι m. pl. ‘Teilnehmer der Δορπία-Feier’ (am ersten Tage der Apaturien), auch Vorkäufer (Kom. u.a.), sg. Adj. gefräßig (Ael.), mit -εύω vorwegkosten, im voraus aufkaufen, vorausnehmen (Ar.), -εύομαι ib. (Eust.). Zu den Formen noch Georgacas Ἀφιέρ. Τριανταφυλλίδη 522.
Etymology : Hierher noch mit ο -Abtönung nach Bechtel Dial. 1, 310 τόνθων· παρὰ Κορίννῃ, ἐπὶ νωτιαίου (cod. νοτιβίου) κρέως τὸ ὄνομα H.; zu *τόνθος wie γρόνθων : γρόνθος. Kann von τένδω schwerlich getrennt werden. Somit alte Variation δ ~ θ und weiterhin zu τέμνω (seit Curtius) ?
Page 2,876-877