διαρπαγή

From LSJ
Revision as of 15:35, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρπᾰγή Medium diacritics: διαρπαγή Low diacritics: διαρπαγή Capitals: ΔΙΑΡΠΑΓΗ
Transliteration A: diarpagḗ Transliteration B: diarpagē Transliteration C: diarpagi Beta Code: diarpagh/

English (LSJ)

ἡ, A plundering, Hdt.9.42, Plb.10.16.6, PMasp.4.13 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 599] ἡ, das Plündern, Her. 9, 42; Pol. 10, 16, 6; Diod. Sic. 12, 41.

Greek (Liddell-Scott)

διαρπᾰγή: ἡ, λεηλασία, Ἡρόδ. 9. 42· κλοπὴ (δημοσίων), Πολύβ. 10. 16, 6.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
pillage.
Étymologie: διαρπάζω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
saqueo, pillaje μετά δὲ τήν διαρπαγὴν ἀπολέσθαι πάντας Hdt.9.42, ἅπασα δ' ἡ χώρα ταραχῆς καὶ διαρπαγῆς ἔγεμεν D.S.12.41, ἵνα μὴ δ. ὑπὸ τοῦ πλήθος γένηται D.C.59.30.3, cf. Plb.10.16.6, IAphrodisias 1.12.13 (I a.C.), App.BC 5.49, Vett.Val.102.27, Hld.1.3.5, IG 22.1121.24 (IV d.C.), PMasp.4.13 (VI d.C.), c. gen. obj. δόμων Lyc.70, αὐτοῦ LXX Ma.3.10, τῶ[ν το] ῦ [θ] εοῦ χρημάτων IM 46.10 (III/II a.C.), cf. Plu.2.248e, τῶν ἀγρῶν D.H.9.67, c. gen. subjet. τῶν θεωρῶν I.AI 19.93.

Greek Monolingual

η (AM διαρπαγή)
1. λεηλασία, λαφυραγώγηοη, σύληση
2. βίαιη κατάληψη πράγματος με σκοπό την ιδιοποίησή του.

Russian (Dvoretsky)

διαρπᾰγή:
1) грабеж, расхищение Her., Diod.;
2) хищение Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρπαγή -ῆς, ἡ [διαρπάζω] plundering.