ἀθέρμαντος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, not heated; ἑστία A.Ch.629, either a cold hearth, or (as Sch.) a household not heated by strife or passion; τίω δ' ἀθέρμαντον ἑστίαν δόμων = honor the domestic hearth that does not burn (with evil passions) Aeschylus, Choephoroe 620.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθέρμαντος: -ον, ὁ μὴ θερμανθείς, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 629· ἀθ. ἐστία, πιθ. ἑστία, δηλ. οἰκογένεια μὴ θερμαινομένη δι’ ἐρίδων καὶ παθῶν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non réchauffé;
2 qui ne peut être réchauffé.
Étymologie: ἀ, θερμαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
frío, apagado ἑστία A.Ch.629, Τάρταρος Chrys.M.60.735, cf. Sch.Hes.Th.5a, σώματα Gal.7.40, cf. 18(2).457, ἀήρ Alex.Aphr.Pr.1.113.
Greek Monotonic
ἀθέρμαντος: -ον, αυτός που δεν θερμαίνεται· ἀθέρμαντος ἑστία, οικογένεια που δεν φλέγεται από έριδες ή πάθη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθέρμαντος: несогретый, холодный (ἑστία δόμων Aesch.).