ἄτολμος

From LSJ
Revision as of 16:58, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτολμος Medium diacritics: ἄτολμος Low diacritics: άτολμος Capitals: ΑΤΟΛΜΟΣ
Transliteration A: átolmos Transliteration B: atolmos Transliteration C: atolmos Beta Code: a)/tolmos

English (LSJ)

ον, A daring nothing, cowardly, Pi.N.11.32, Th.2.39 (Comp.), etc.; λῆμα . . οὐκ ἄ. ἀλλ' ἕτοιμον Ar.Nu. 458; ἄ. καὶ μαλακός D.8.68, etc.; of women, ἄ. αἰχμά A.Ch.630(lyr.); of things, ἄ. ἐπινόημα Jul.Or.2.75d: c. inf., ἄ. εἰμι . . δῆσαι I have not the heart to bind, A.Pr.14. Adv. -μως Plb.3.103.3, Plu.2.47c: Comp. -ότερον less boldly, Gal.6.37.

German (Pape)

[Seite 387] (τόλμα), nichts unternehmend, Ggstz ἐπιχειρητής Thuc. 8, 96; muthlos, feig, αἰχμὰ γυναικεία Aesch. Ch. 621; Thuc. 2, 39, u. öfter auch Folgde; καὶ μαλακός Dem. 8, 68; καὶ δειλός 19, 206. – Adv. ἀτόλμως, χρῆσθαι τοῖς καιροῖς Pol. 3, 103; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans audace, sans hardiesse, timide ; ἄτολμός εἰμι avec l’inf. ESCHL je n’ose…;
Cp. ἀτολμότερος, Sp. ἀτολμότατος.
Étymologie: , τόλμα.

English (Slater)

ᾰτολμος
   1 unadventurous θυμὸς ἄτολμος ἐών (N. 11.32)

Spanish (DGE)

-ον
1 falto de audacia, tímido χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω θυμὸς ἄ. ἐών Pi.N.11.32, γυναικείαν <τ'> ἄτολμον αἰχμάν A.Ch.630, μὴ ἀτολμοτέρους τῶν ἀεὶ μοχθούντων φαίνεσθαι Th.2.39, λῆμα ... οὐκ ἄτολμον, ἀλλ' ἕτοιμον Ar.Nu.458, cf. D.8.68, Plu.2.59f, D.Chr.4.106, 107, τὴν ψυχὴν ἄτολμος ... ἦν D.C.67.6.3, cf. Ach.Tat.2.4.4, ἄτολμον ἐπινόημα Iul.Or.3.75d
c. inf. ἄ. εἰμι συγγενῆ θεὸν δῆσαι βίᾳ me falta corazón para encadenar por la fuerza a un dios hermano A.Pr.14, Εὐριπίδης ... ἄλλαις ἐπιτίθεσθαι φαντασίαις οὐκ ἄ. Longin.15.3
neutr. compar. como adv. con menos audacia Ἐρασιστράτου δὲ ἀτολμότερον μὲν ἀποφηναμένου Gal.6.37.
2 adv. -ως sin audacia, tímidamente πρὸς πάντ' ... ἀ. καὶ δειλῶς διακείμενοι Aen.Tact.16.20, τὸν Φάβιον ᾐτιῶντο ... ὡς ἀτόλμως χρώμενον τοῖς καιροῖς Plb.3.103.3, cf. Plu.2.47b.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτολμος, -ον) τόλμη
αυτός που δεν έχει τόλμη, ο δειλός.

Greek Monotonic

ἄτολμος: -ον (τόλμα), αυτός που δεν τολμά τίποτα, ο στερούμενος τόλμης, άτολμος, δειλός, σε Αριστοφ., Θουκ.· λέγεται για γυναίκες, αυτή που δεν τολμά, επιφυλακτική, υποχωρητική, σε Αισχύλ.· με απαρ., δεν έχει την τόλμη να κάνει ένα πράγμα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτολμος: несмелый, робкий, нерешительный (Pind., Thuc.; ἄ. καὶ μαλακός Dem.): ἄ. εἰμι Aesch. я не смею; ἄ. πρός τι Plut. не отваживающийся на что-л.

Middle Liddell

τόλμα
daring nothing, wanting courage, spiritless, cowardly, Ar., Thuc.:—of women, unenterprising, retiring, Aesch.:—c. inf. not having the heart to do a thing, Aesch.

English (Woodhouse)

cowardly, lacking in initiative

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)