ἀθέμιστος

From LSJ
Revision as of 08:57, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<\/b>) ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТуУфФхХцЦчЧшШщЩъЪыЫьЬэЭюЮяЯ]+), ([аАбБвВгГдДеЕёЁжЖзЗиИйЙкКлЛмМнНоОпПрРсСтТу...)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθέμιστος Medium diacritics: ἀθέμιστος Low diacritics: αθέμιστος Capitals: ΑΘΕΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: athémistos Transliteration B: athemistos Transliteration C: athemistos Beta Code: a)qe/mistos

English (LSJ)

or ἀθέμιτος, ον, (the former in Poetry, the latter more correct in Prose) = ἀθεμίστιος (lawless, godless), Il.9.63; of the Cyclopes, Od.9.106; A ἀθεμιστότεροι X.Cyr.8.8.5. Adv. ἀθεμίστως Phaennis ap. Paus.10.15.3; ἀθεμίτως App.Pun.53. II of things, unlawful, freq. in neut., ἀθέμιτα ἔρδειν Hdt.7.33; ποιεῖν X.Mem.1.1.9; εὔχεσθαι Id.Cyr.1.6.6; ἀθέμιστα δρᾶν S.Fr.742 (dub.), Din.Fr.89.4S.; κείνοις δ' οὐκ ἀθέμιστον IG14.1389ii29:—ἀ. εἰδωλολατρεῖαι 1 Ep.Pet.4.3: c. dat., αἷς [θεαῖς] ἀ. νεκρὰ σώματα PTaur.1 ii 22 (ii B. C.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans loi, sans règle, criminel, illicite.
Étymologie: , θέμις.

English (Autenrieth)

= ἀθεμίστιος, Od. 9.106, cf. 112; opp. ἐναίσιμος, Od. 17.363.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): tb. ἀθέμιτος esp. en prosa tard.
I 1de pers. que no reconoce leyes divinas o humanas, impío, criminal ἀ. ... ἐστιν ἐκεῖνος ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος Il.9.63, de los cíclopes Od.9.106, de los pretendientes Od.17.363, de ciertos pueblos asiáticos ἀθεμιστότεροι δὴ νῦν ἢ πρόσθεν X.Cyr.8.8.5, de Zeus por desear a su hija Afrodita ἀ. ἀκοίτης Nonn.D.14.196, del οἰνομανὴς Λυκόοργος por llevar a la muerte a extranjeros inocentes, Nonn.D.20.151, de los antepasados ὄργια τ' ἐκτελέσουσι λύσιν προγόνων ἀθεμίστων μαιόμενοι Orph.Fr.350.3, cf. Hld.8.9.12.
2 de cosas contrario a las leyes divinas, abominable, impío εὐχή Plb.29.18, ἔγκλημα D.C.58.16.7, εἰδωλολατρία 1Ep.Petr.4.3, ὀργή 1Ep.Clem.63.2, c. dat. κείνοις δ' οὐκ ἀθέμιστον de un crimen, Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.88, αἷς (Deméter y Hera) ἀθέμιτά ἐστιν νεκρὰ σώματα καὶ οἱ ταῦτα θεραπεύοντες para las que los cadáveres son cosa abominable y los que los cuidan, PTor.Choachiti 12.2.22 (II a.C.)
neutr. plu. οὐ μὴ φάγω οὐδὲ οὐ μὴ π[ίω τὰ ἀθέ] μιτα οὐδὲ ὅσα [γέ] γραπται ἐν τοῖς βιβλίοις PWash.Univ.71.6 (II d.C.)
esp. en expr. ἀθέμιτα, -ιστα ἔρδειν, ποιεῖν, δρᾶν cometer actos impíos Hdt.7.33, X.Mem.1.1.9, S.Fr.742, Din.Fr.p.146.19, εὔχεσθαι X.Mem.1.6.6.
II adv. ἀθεμίστως = criminalmente, impíamente Phaënnis en Paus.10.15.3, IAphrodisias 1.7.4 (II/III d.C., copia de un original del I a.C.), App.Pun.53, Orac.Sib.1.169.

Greek Monotonic

ἀθέμιστος: ή ἀ-θέμιτος, -ον (ο πρώτος τύπος επικρατεί στην ποίηση, ο δεύτερος στον πεζό λόγο)· άνομος, ο χωρίς νόμο ή διακυβέρνηση, λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ομήρ. Οδ.· ἀθεμιστότεροι, σε Ξεν.
II. λέγεται επίσης για πράγματα, άνομα, παράνομα· ἀθέμιτα ἔργα, ἀθέμιτα ἔρδειν, σε Ηρόδ.· ἀθέμιτα ποιεῖν, εὔχεσθαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀθέμιστος:
1) живущий без законов (ἀφρήτωρ ἀ. Hom.);
2) беззаконный, нечестивый, бессовестный, Xen.;
3) противозаконный, недозволенный (τὰ ἀθέμιστα εὔχεσθαι Xen.).

Middle Liddell


I. lawless, without law or government, of the Cyclopes, Od.; ἀθεμιστότεροι Xen.
II. of things, lawless, unlawful, ἀθέμιτα ἔργα, ἀθέμιτα ἔρδειν Hdt.; ἀθ. ποιεῖν, εὔχεσθαι Xen.