ἀφρήτωρ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ὁ, Ion. for ἀφράτωρ, without brotherhood (φρήτρη), i.e. bound by no socialtie, Il.9.63.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ, ἡ
• Alolema(s): dór. cj. ἀφράτωρ Epich.85.415Au.
indigno de ser miembro de un clan, apátrida ἀ., ἀθέμιστος, ἀνέστιος, ... ὃς πολέμου ἔραται Il.9.63, prob. parodia cóm. del mismo pasaje ἀφράτωρ ἀθέμιστος Epich.l.c.
German (Pape)
[Seite 415] ορος, ὁ, ohne Zunft (φράτρα), ungesellig, Il. 9, 63.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
sans lien de parenté, sans relations de famille ou de compagnons.
Étymologie: ἀ, φρήτρη, ion. c. φράτρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρήτωρ: ορος adj. m не имеющий родни, без роду и племени Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρήτωρ: ὁ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἀφράτωρ, «ὁ φρατρίαν καὶ συγγένειαν μὴ ἔχων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 63.
English (Autenrieth)
(φρήτρη): without clan or clansmen; ἀφρήτωρ, ἀθέμιστος, ἀνέστιος, ‘friendless, lawless, homeless,’ Il. 9.63†.
Greek Monolingual
ἀφρήτωρ, ο (Α)
ο χωρίς συγγενείς.
Greek Monotonic
ἀφρήτωρ: ὁ, Ιων. αντί ἀ-φράτωρ, αυτός που δεν έχει αδελφό (φράτρα), δηλ. αυτός που δεν συνδέεται με συγγενικούς δεσμούς, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[ionic for ἀφράτωρ]
without brotherhood (φράτρα), i. e. bound by no social tie, Il.