τουτάκι
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
v. τουτάκις.
English (Slater)
τουτᾰκι, (ς)
1 at this time (sc. that I have indicated.) “τουτάκι δ' οἰοπόλος δαίμων ἐπῆλθεν” (P. 4.28) καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον (P. 4.255) Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς (P. 9.14) τουτάκι πεξαμένας fr. 320. τουτά[ (τουτάκι vel τοῦτ' ἄρα Lobel.) fr. 169. 43.
Russian (Dvoretsky)
τουτάκι: (ς) (ᾰ) adv.
1) тогда Pind.;
2) (до тех пор) пока Pind.: τ. οὔπω … Arph. пока еще не ….