χρυσόκομος
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
ον, A golden-haired, AP6.264 (Mnasalc.); of the plumage of birds, χ. πτέρα Hdt.2.73.
German (Pape)
[Seite 1381] 1) goldhaarig, Apollon, Mnasalc. 3 (VI, 264). – 2) übh. goldfarbig, πτερά Her. 2, 73.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόκομος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν κόμην, Ἀνθ. Π. 6. 264· ἐπὶ τῶν πτερῶν τῶν πτηνῶν, χρ. πτερὰ Ἡρόδ. 2. 73.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux plumes d’or.
Étymologie: χρυσός, κόμη.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
χρυσοκόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύ-κομος].
Greek Monotonic
χρῡσόκομος: -ον, = το επόμ., σε Ανθ.· αυτός που έχει χρυσή κόμη, χρυσόξανθος, λέγεται για πουλιά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόκομος:
1) златокудрый (Ἀπόλλων Anth.);
2) золотого цвета, золотистый (τά πτερά Her.).
Middle Liddell
χρῡσό-κομος, ον, = χρυσοκόμης, Anth.]
with golden plumage, of birds, Hdt.