ἀπείρατος
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ἀπείρᾱτος, ον, Dor. and Att. for ἀπείρητος.
ἀπείρᾰτος, ον, (-n̥-τος, cf. πειραίνω) A impenetrable, Pi.O.6.54. II ἄπειρος (B), v.l. in Hp.Flat.3, dub. in Dam.Pr.107.
German (Pape)
[Seite 284] (vgl. ἀπείρητος), unversucht, οὐδὲν ἀπείρατον ἦν τούτοις κατ' ἐμοῦ, sie ließen nichts unversucht, Dem. 18, 249; πόντος ἀπ. τοῖς Ἔλλησιν Luc. Tox. 3; nichts versucht habend, unkundig, Pind. abs., Ol. 8, 61; καλῶν 10, 18; ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπ. δόμοι, von Fremden nicht unbesucht, Nem. 1, 23; oft in sp. Prosa; τὸ ἀπείρατον, Unerfahrenheit, Arr. An. 5, 27, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείρᾱτος: Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ ἀπείρητος.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 non essayé, non tenté;
2 sans expérience.
Étymologie: ἀ, πειράω.
English (Slater)
ᾰπείρᾱτος
1 inexperienced κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες (O. 8.61) τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί (τῶν μὴ πειρωμένων ἀγῶνος. Σ.) (I. 4.30) c. gen., στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν (O. 11.18) θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί pr. (N. 1.23)
Spanish (DGE)
(ἀπείρᾱτος) v. ἀπείρητος.
Greek Monolingual
ἀπείρατος, -ον (Α)
1. αδιάβατος, ανεξερεύνητος
2. άπειρος, απέραντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πείραρ (-ατος) «τέλος, τέρμα»].
Greek Monotonic
ἀπείρᾱτος: -ον, Δωρ. και Αττ. αντί ἀπείρητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπείρᾱτος: эп.-ион. ἀπείρητος 3, редко 2 (Pind. тж. ρᾰ)
1) не попробовавший, не изведавший (τινος Hom., HH, Pind., Plut.);
2) не отважившийся Hom., Pind.;
3) неопытный, несведущий Hom., Pind.;
4) неизведанный, неиспытанный, неведомый, Hom., Her., Luc.: οὐδὲν ἀπείρατον ἦν τούτοις κατ᾽ ἐμοῦ Dem. они пустили в ход все средства против меня;
5) не посещаемый Pind.