δυσκόλως
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans des dispositions chagrines : δυσκόλως διακεῖσθαι πρός τινα ISOCR ou ἔχειν ISOCR être mal disposé pour qqn ; δυσκόλως ἔχειν πρός τι ISOCR être mal disposé pour qch.
Étymologie: δύσκολος.
English (Strong)
adverb from δύσκολος; impracticably: hardly.
English (Thayer)
adverb (δύσκολος) (from Plato down), with difficulty: Luke 18:24.
Russian (Dvoretsky)
δυσκόλως:
1) неприязненно, с предубеждением, дурно (διακεῖσθαι или ἔχειν πρός τινα и πρός τι Isocr., Plat., Dem.);
2) с неудовольствием (φέρειν τι Plut.);
3) с трудом (εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ εἰσελθεῖν NT).
Chinese
原文音譯:duskÒlwj 低士-可羅士
詞類次數:副詞(3)
原文字根:難-進食 似的
字義溯源:難於實行的,辛苦地,困難地,難;源自(δύσκολος)=對食物有苛求的);由(δυσ)*=難)與(κολοβόω)X*=食物)組成。
同義字:1) (δυσκόλως)難於實行的 2) (μόγις)難以,硬不 3) (μόλις)艱難地,僅僅
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 是⋯難(1) 路18:24;
2) 難哪!(1) 可10:23;
3) 是難的(1) 太19:23
English (Woodhouse)
(see also: δύσκολος) crabbedly, ill-temperedly, perversely, ill-humoredly, ill-humouredly