τεκτοσύνη

From LSJ
Revision as of 18:42, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκτοσύνη Medium diacritics: τεκτοσύνη Low diacritics: τεκτοσύνη Capitals: ΤΕΚΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: tektosýnē Transliteration B: tektosynē Transliteration C: tektosyni Beta Code: tektosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A the art of a joiner, carpentry, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.5.250; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας hand unhonoured in its art, E.Andr.1015 (lyr.): metaph., τ. ἐπέων AP7.159 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 1084] ἡ, die Kunst des Zimmermanns, die Baukunst, auch die Arbeit selbst, der Bau; Hom. im plur., ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, Od. 5, 250; Eur. Andr. 1015; ἐπέων, Nicarch. 38 (VII, 159).

Greek (Liddell-Scott)

τεκτοσύνη: ἡ, τέχνη τοῦ τέκτονος, τεκτονική, ξυλουργική, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Ὀδ. Ε. 250· ἄτιμον χεῖρα τεκτοσύνας, χεῖρα μὴ τιμηθεῖσαν ἐν τῇ τέχνῃ της, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1015· μεταφ., τ. ἐπέων Ἀνθ. Π. 7. 159.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gén. pl. épq. τεκτοσυνάων;
ouvrage de charpente ou d’architecture, art de construire.
Étymologie: τέκτων.

English (Autenrieth)

art of the joiner, carpentry, pl., Od. 5.250†.

Greek Monolingual

ἡ, Α τέκτων, -ονος]
1. η τέχνη του τέκτονα, του μαραγκού
2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιδεξιότητατεκτοσύνη ἐπέων», Παλ. Ανθ.).

Greek Monotonic

τεκτοσύνη: ἡ, η τέχνη του ξυλουργού, ξυλουργική τέχνη, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, σε Ομήρ. Οδ.· ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας, χέρι μη τιμημένο, μη ικανό στην τέχνη του, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τεκτοσύνη: (ῠ) ἡ тж. pl.
1) плотничное мастерство Hom., Eur.;
2) мастерство, искусство: τ. ἐπέων Anth. поэтическое искусство.

Middle Liddell

τεκτοσύνη, ἡ,
the art of a joiner, carpentry, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας hand unhonoured in its art, Eur. [from τέκτων