παραδηλόω

Revision as of 19:30, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A intimate, insinuate, hint at, D.19.22; ὡςPlu.Crass. 18, etc.:—Pass., Hp.Ep.12. 2 inform against, Plu.Alex.49.

German (Pape)

[Seite 476] nebenbei oder versteckt anzeigen, ὑπῃνίττετο καὶ παρεδήλου τὸν Ὠρωπόν, Dem. 19, 22; Plut. Alex. 49 u. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραδηλόω: δηλῶ, φανερώνω ἐκ τοῦ πλαγίου, ἀναγγέλλω πλαγίως, ὑπαινίττομαι, Δημ. 384. 7, Πλουτ. Κράσσ. 18, κτλ. - Παθ., Ἱππ. 1275. 28. 2) κατηγορῶ ἐκ τοῦ πλαγίου, κρυφίως καταγγέλλω τινά, Πλουτ. Ἀλέξ. 49.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 donner à entendre, insinuer;
2 accuser en dessous.
Étymologie: παρά, δηλόω.

Greek Monotonic

παραδηλόω: μέλ. -ώσω,
1. κάνω γνωστό με πλάγιο τρόπο, αναγγέλλω, υπαινίσσομαι, σε Δημ., Πλούτ.
2. κατηγορώ κρυφά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παραδηλόω:
1) мимоходом или намеками разъяснять или внушать (τι Dem., Plut.);
2) (как бы) вскользь обвинять Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-δηλόω insinueren.

Middle Liddell

fut. ώσω
1. to make known by a side-wind, to intimate or insinuate, Dem., Plut.
2. to accuse underhand, Plut.